ηλεκτροφωτισμός

ηλεκτροφωτισμός
ο
ο φωτισμός τη χρησιμοποίηση ηλεκτρισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτροφωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτροφωτισμός — ο φωτισμός με ηλεκτρικό φως: Ηλεκτροφωτισμός του χωριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροφώτιση — η [ηλεκτροφωτίζω] ο ηλεκτροφωτισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”